ὑποβλίττω

ὑποβλίττω
ὑποβλίττω,
A cut out secretly, as honey from a hive, metaph., Philostr.VA6.36.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υποβλίττω — Α 1. αφαιρώ κρυφά μέλι, κλέβω μέλι από την κυψέλη 2. μτφ. απομυζώ από κάποιον χρήματα («τοὺς τοιούτους ὑποβλίττουσιν οἱ συκοφάνται», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βλίττω «αφαιρώ, τρώγω το μέλι» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”